- σφαγάρι
- τό1) см. σφάγιο[ν];
τα σφαγάρια — убойный скот;
2) труп, мёртвое тело;3) πλ. пушечное мясо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα σφαγάρια — убойный скот;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφαγάρι — το, Ν 1. ζώο που προορίζεται για σφαγή, σφάγιο 2. συνεκδ. το κρέας υγιούς σφαγίου, σε αντιδιαστολή προς το κρέας ζώου που έχει ψοφήσει 3. μτφ. πτώμα ανθρώπου που φονεύθηκε σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφαγ τού σφάζω (πρβλ. σφαγή) + κατάλ άρι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σφαγάδι — το, Ν σφαγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφαγ τού σφάζω (πρβλ. σφαγή) + κατάλ άδι (πρβλ. κοπ άδι)] … Dictionary of Greek